συμψήσας

συμψήσας
συμψήσᾱς , συμψάω
rake together
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
συμψήσᾱς , συμψάω
rake together
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συμψάω — Α 1. συμμαζεύω, τακτοποιώ 2. εξαλείφω 3. (για ποταμό) παρασύρω («ὁ ποταμὸς τὸν ἵππον συμψήσας ὑποβρύχιον οἰχώκεε φέρων», Ηρόδ.) 4. συλλαμβάνω 5. παθ. συμψάομαι μτφ. εξαφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ψάω «διαλύομαι, διαχέομαι, εξαφανίζομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”